- ἀνακωχεύει
- ἀνακωχεύωbring to a stoppres ind mp 2nd sgἀνακωχεύωbring to a stoppres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀνακωχεύει — ἀνακωχεύει , ἀνακωχεύω bring to a stop pres ind mp 2nd sg ἀνακωχεύει , ἀνακωχεύω bring to a stop pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek